- πρόφημι
- ΜΑ1. αναφέρω προηγουμένως, προαναφέρω2. προλέγω, προβλέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + φημί «λέγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απρόφατος — ἀπρόφατος, ον (Α) [πρόφημι] 1. αυτός που δεν μπορεί να προφητευθεί, ανέλπιστος, απροσδόκητος 2. άρρητος, φοβερός 3. απροφάσιστος … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek